- παιδαγωγώ
- (ΑΜ παιδαγωγῶ, -εω) [παιδαγωγός]ασχολούμαι με την αγωγή και την μόρφωση μικρών παιδιών, εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ(μσν.;αρχ.) καθοδηγώ («ἂν ὑπὸ τοῡ λόγου παιδαγωγηθῆ τὸ πάθος», Πλούτ.)αρχ.1. συνοδεύω τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ως παιδαγωγός2. οδηγώ ή περιποιούμαι κάποιον σαν παιδί («γέρων γέρονταν παιδαγωγήσω σ' ἐγώ», Σοφ.)3. περιστέλλω, μετριάζω («παιδαγωγεῑν τὰς ἐπιθυμίας», Λουκιαν.)4. διευθύνω («συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος», Πλάτ.)5. ακολουθώ κάποιον κατά πόδας6. κάνω κάποιον υποχείριο με κολακείες, κάνω κάποιον όπως θέλω.
Dictionary of Greek. 2013.